Ρεύμα και αέριο καθιστούν μη ανταγωνιστικές τις επιχειρήσεις
Το ενεργειακό πρόβλημα εξελίσσεται σε έναν από τους σοβαρότερους κινδύνους για τη βιωσιμότητα της ελληνικής βιομηχανίας. Πίσω από τους δείκτες ανάπτυξης και τις κυβερνητικές εξαγγελίες για επενδύσεις, μια σκληρή πραγματικότητα συνεχίζει να πιέζει την παραγωγή: το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου παραμένει υψηλό, ασταθές και σε πολλές περιπτώσεις μη ανταγωνιστικό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Του Γιώργου Ηλιόπουλου
Πριν από λίγες ημέρες, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε δημόσια ανάρτησή του μέσω διαδικτύου, υποστήριξε ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε «ενεργειακό κόμβο και σταθμό μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου», επικαλούμενος τις συμβάσεις που υπογράφηκαν πριν από έναν μήνα με δύο αμερικανικές εταιρείες. Ωστόσο, για τη βιομηχανία η εικόνα είναι διαφορετική. Το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις μπορεί να φτάσει έως και το 40% της συνολικής λειτουργικής δαπάνης, καθιστώντας πολλές παραγωγικές μονάδες οριακά βιώσιμες.
Σε κλάδους όπως τα μέταλλα, τα δομικά υλικά, τα χημικά και η βαριά μεταποίηση, οι αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου μεταφράζονται άμεσα σε απώλεια ανταγωνιστικότητας. Όπως επισημαίνει στο Fineview.gr ο Πέτρος Μαντάς, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Επιχειρήσεων Βιομηχανικών Περιοχών (ΠΑΣΕΒΙΠΕ), το πρόβλημα δεν έχει αντιμετωπιστεί στη ρίζα του.

«Το ενεργειακό δεν έχει λυθεί. Είναι παράδοξο ότι μια χώρα με τόσο υψηλή διείσδυση ΑΠΕ έχει από τα ακριβότερα ρεύματα. Αυτό οφείλεται στη λανθασμένη αξιοποίηση των κονδυλίων. Δεν υπάρχουν επαρκείς υποδομές αποθήκευσης ενέργειας, όπως μπαταρίες. Είναι χαρακτηριστικό της νοοτροπίας μας ότι κατασκευάζουμε δρόμους και τρένα χωρίς να έχουν προηγηθεί οι βασικές υποδομές», τονίζει.
Την ίδια στιγμή, μέχρι το τέλος του έτους, οι επιχειρήσεις καλούνται να υποβάλουν συγκεκριμένα πλάνα για την παύση της παραγωγής ρύπων έως το 2030. Σύμφωνα με τον κ. Μαντά, δύο νέες διατάξεις αυξάνουν σημαντικά το διοικητικό βάρος: όσες επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε ΒΙΠΕ πριν το 2018 πρέπει να δηλώσουν εκ νέου την παραγωγική τους διαδικασία, ενώ όσες εγκαταστάθηκαν μετά το 2018 οφείλουν να επικαιροποιήσουν τα υφιστάμενα πλάνα τους. Για πολλές επιχειρήσεις, οι απαιτήσεις αυτές ήρθαν αιφνιδιαστικά και συνεπάγονται πρόσθετη γραφειοκρατία και κόστος.
«Το πιο ανησυχητικό είναι ότι ολόκληρη η βιομηχανική δραστηριότητα υποχρεώνεται να καταθέσει πρόγραμμα μείωσης ρύπων, που σημαίνει σημαντικά έξοδα έως το 2030, τη στιγμή που κρίσιμα ζητήματα όπως το ενεργειακό παραμένουν άλυτα», καταλήγει.
Η ενέργεια κλείνει τους φούρνους
Το ενεργειακό κόστος, όμως, δεν πλήττει μόνο τη βαριά βιομηχανία. «Καίει» και τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους φούρνους. Περισσότεροι από 1.500 φούρνοι έχουν κλείσει τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους, με την Ομοσπονδία Αρτοποιών να καταγράφει 800 λουκέτα μόνο το 2022.

Όπως σημειώνει στο Fineview.gr ο Θανάσης Γιανναδάκης, πρώην πρόεδρος του ΤΕΕ Δυτικής Ελλάδας και αναπληρωτής γραμματέας του Τομέα Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ, «οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τελούν υπό διωγμό».
Οι ενεργειακές κοινότητες και τα τοπικά μικρά φωτοβολταϊκά συστήματα θεωρούνται λύση, αλλά η γραφειοκρατία, η έλλειψη κινήτρων και η άνιση κατανομή προγραμμάτων όπως το «Εξοικονομώ» δημιουργούν ανισότητες και αποκλείουν σημαντικό μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
«Ένας φούρνος καταναλώνει περίπου δύο μεγαβατώρες ανά τόνο αλευριού, όταν τέσσερις μεγαβατώρες ετησίως είναι η κατανάλωση ενός νοικοκυριού. Αν τέτοιες επιχειρήσεις δεν στηριχθούν μέσω ενεργειακών κοινοτήτων, θα συνεχίσουν να κλείνουν», προειδοποιεί, οκ. Γιανναδάκης, τονίζοντας την ανάγκη για κίνητρα που θα επιτρέψουν στις ΜμΕ να αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνότερη ενέργεια.
Τέλος, ο κ. Γιανναδάκης επισημαίνει ότι στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2025» παρατηρείται έντονη μετατόπιση της ζήτησης προς τη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, με τον Νότο να μένει εκτός. «Από εκεί και κάτω… Σαχάρα. Διαλύεται ό,τι έχει απομείνει από τη μικροεπιχειρηματικότητα», καταλήγει.